-
1 εὐ-τρεφής
εὐ-τρεφής, ές, u. ἐϋτρεφής, 1) die mehr dichterische Form für εὐτραφής, vgl. Lob. zu Phryn. 477, z. B. αἰγὸς ἐϋτρεφέος Od. 14, 530, ὄϊες 9, 425; σαρκὸς εὐτρεφέστατον πάχος Eur. Cycl. 380. – 2) wohl nährend, ὕδωρ εὐτρεφέστατον Aesch. Spt. 289.